- κολοκύθι
- το1. ο καρπός της κολοκυθιάς.2. φρ., «κολοκύθια με τη ρίγανη», λόγια ασυνάρτητα και ανόητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… … Dictionary of Greek
κολοκυθένιος — α, ο [κολοκύθι] 1. αυτός που αναφέρεται στο κολοκύθι ή που έχει γίνει από κολοκύθι 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, ασήμαντος … Dictionary of Greek
κολοκυθάκι — το 1. μικρό κολοκύθι 2. κολοκύθι … Dictionary of Greek
κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… … Dictionary of Greek
κολόκυθος — ο [κολοκύθι] 1. μεγάλο κολοκύθι 2. παροιμ. «οπού καεί στον κολόκυθο φυσά και το γιαούρτι» γι αυτούς που προφυλάγονται από τα πάντα λόγω παλαιότερου παθήματός τους … Dictionary of Greek
κολοκυθάκι — το υποκορ. του κολοκύθι μικρό κολοκύθι: Φάγαμε κολοκυθάκια βραστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] … Dictionary of Greek
κολοκύθιον — κολοκύθιον, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι … Dictionary of Greek
κολοκύνθι(ο)ν — κολοκύνθι(ο)ν, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι … Dictionary of Greek